Άστριντ Πράνγκε ντι Ολιβέιρα
Επιμέλεια: Γιάννης Παπαδημητρίου
Για πολλά χρόνια το αίνιγμα είχε μείνει αναπάντητο για τους ντόπιους, αλλά και για τους επιστήμονες: Από πού να προέρχονται άραγε τα τεράστια κιβώτια με καουτσούκ, βάρους έως 200 κιλών, που ξεβράζει η θάλασσα στις παραλίες της βορειοανατολικής Βραζιλίας; Μήπως από κάποιο ανεξερεύνητο ναυάγιο;
Θαλάσσιοι βιολόγοι από το Ινστιτούτο Ερευνών LABOMAR της πολιτείας Σεαρά, αλλά και το Αυτόνομο Πανεπιστήμιο της Βαρκελώνης, πραγματοποιήσαν εκτεταμένες έρευνες στην περιοχή και έδωσαν μία απάντηση, που δίνει τροφή σε νέα ερωτήματα: Μερικά τουλάχιστον από τα ευρήματα προέρχονται από το «κουφάρι» του γερμανικού πλοίου MS Weserland, που είχε βυθιστεί στις 3 Ιανουαρίου 1944 και από τότε έχει εγκαταλειφθεί σε βάθος τουλάχιστον 5.000 μέτρων.
Πρώτες ύλες για τον πόλεμο
Τόσο στον Α’ όσο και στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο το καουτσούκ ήταν απαραίτητο για την κατασκευή οχημάτων και αεροσκαφών. Στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου οι Γερμανοί προμηθεύονταν το πολύτιμο υλικό κυρίως στη νοτιοανατολική Ασία και ιδιαίτερα στην Ινδοκίνα. Μετέφεραν όμως με τα πλοία τους και άλλες πολύτιμες πρώτες ύλες, όπως χαλκό, κοβάλτιο και βολφράμιο.
Σύμφωνα με τον Βραζιλιάνο βιολόγο Λουίς Ερνέστο Αρούντα Μπεζέρα, το MS Weserland «μετέφερε βολφράμιο, ένα εμπόρευμα που είχε τεράστια ζήτηση στις αγορές εμπορευμάτων, κυρίως την περίοδο της πανδημίας, καθώς χρησιμοποιείται για την κατασκευή κινητών τηλεφώνων και υπολογιστών». Με βάση τις τιμές του χαλκού για τον Μάιο του 2021, εκτιμάται ότι το φορτίο του βυθισμένου γερμανικού πλοίου θα έχει αξία από 17 έως και 68 εκατομμύρια δολάρια…
«Ωρολογιακή βόμβα» για το περιβάλλον
Στην έρευνά τους, η οποία θα δημοσιευθεί προσεχώς στο περιοδικό Ocean and Coastal Research και έχει περιέλθει στην κατοχή της DW, οι επιστήμονες αποδεικνύουν ότι η ανάσυρση από το ναυάγιο συμπίπτει χρονικά με την άνοδο των τιμών για το πολύτιμο φορτίο του. «Αυτό ενισχύει την υποψία ότι κάποιοι επιχείρησαν να επωφεληθούν με παράνομο τρόπο, ανασύροντας μέρος του φορτίου σε διεθνή ύδατα» επισημαίνεται στην έρευνα.
Εικάζεται ότι σε όλον τον κόσμο υπάρχουν περισσότερα από τρία εκατομμύρια βυθισμένα και εγκατατελειμμένα πλοία, όπως το MS Weserland. Σύμφωνα με τη Διεθνή Ένωση Προστασίας της Φύσης, περίπου 8.500 από αυτά έχουν «εν δυνάμει οδυνηρές συνέπειες για το περιβάλλον».
Βομβαρδισμοί των Συμμάχων στον πόλεμο
Αναλύοντας μαθηματικά μοντέλα, αλλά και τα θαλάσσια ρεύματα που επικρατούν μεταξύ Βραζιλίας και Αφρικής, ερευνητές από τα Πανεπιστήμια της Σεαρά (UFC) και της Αλαγκόας (Ufal) έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το φορτίο του καουτσούκ προέρχεται από δύο πλοία των ναζί. Αρωγός στην έρευνά τους ήταν η ιστοσελίδα Sixtant, που συλλέγει στοιχεία για βυθισμένα πλοία στον Νότιο Ατλαντικό Ωκεανό. Έχει καταγράψει συνολικά 548 πλοία, εκ των οποίων 56 γερμανικά, τα οποία βυθίστηκαν στην περίοδο 1939-1945.
Μερικά από αυτά, όπως το Esso Hamburg που βυθίστηκε τον Ιούνιο του 1941, μετέφεραν πάνω από 7.000 τόνους πετρελαίου θέρμανσης. Τουλάχιστον πέντε πλοία μετέφεραν καουτσούκ. Τα πρώτα κομμάτια που ξέβρασε η θάλασσα το 2018 προέρχονταν από το επίσης γερμανικό πλοίο MS Rio Grande. Είχε βυθιστεί το 1944, όταν επιχείρησε να σπάσει τον αμερικανικό ναυτικό αποκλεισμό.
Οι ερευνητές πιστεύουν ότι τα κομμάτια του καουτσούκ δεν αποσπώνται από το ναυάγιο μόνο λόγω της φυσικής φθοράς των υλικών, αλλά και λόγω του ότι παράνομα κυκλώματα και σύγχρονοι πειρατές έχουν εξαπολύσει «κυνηγητό» για πολύτιμες πρώτες ύλες. Τώρα θέλουν να χαρτογραφήσουν τα ναυάγια, ώστε να καταγράψουν τους κινδύνους που εγκυμονούν. «Αλλά αυτό δεν είναι εύκολη υπόθεση, καθώς τα περισσότερα πλοία βρίσκονται σε βάθος μεγαλύτερο από 4.000 μέτρα» λέει ο Μαρσέλο Σοάρες, ερευνητής του Πανεπιστημίου της Σεαρά.
Ο κίνδυνος οικολογικής καταστροφής
Όπως εξηγεί ο βιολόγος Αρούντα Μπεζέρα, «όταν μία παράνομη αποστολή διαλύσει κομμάτια του πλοίου για να εντοπίσει πολύτιμα μέταλλα, υπάρχει κίνδυνος να αποσπαστούν κομμάτια καουτσούκ, αλλά και να διαρρεύσει πετρέλαιο. Το ερώτημα δηλαδή δεν είναι αν θα διαρρεύσει πετρέλαιο, αλλά πότε θα διαρρεύσει…»
Στην περίοδο 2020-2024 το πολεμικό ναυτικό της Βραζιλίας είχε καταγράψει, κάθε μήνα, 14 περιστατικά διαρροής πετρελαίου στις ακτές της χώρας. Συνολικά δηλαδή 758 περιστατικά. Ο Αρούντα Μπεζέρα εκφράζει φόβους ότι η διαρροή πετρελαίου από τα «ξεχασμένα» ναυάγια θα μπορούσε να προκαλέσει μία οικολογική καταστροφή παρόμοια με εκείνη του 2019. Την εποχή εκείνη, πάνω από 5.000 τόνοι πετρελαίου είχαν μολύνει τις ακτές σε έντεκα διαφορετικές πολιτείες της Βραζιλίας και όλα αυτά «από άγνωστη αιτία». Ήταν η μεγαλύτερη οικολογική καταστροφή που έχει ποτέ καταγραφεί σε τροπικές θάλασσες.