Γράφει η κα. Τζελίνα Χαρλαύτη, επικεφαλής του Κέντρου Ναυτιλιακής Ιστορίας, διευθύντρια του Ινστιτούτου Μεσογειακών Σπουδών – ΙΤΕ και καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Κρήτης.
Υπήρχαν γυναίκες εφοπλίστριες πριν από τη δεκαετία του 1970;
Γεγονός είναι ότι η πρώτη γυναίκα που εξελέγη στο Δ.Σ. της Ένωσης Ελλήνων Εφοπλιστών ήταν η Χριστίνα Ωνάση το 1982. Στη συνέχεια, την τελευταία πεντηκονταετία οι γυναίκες αποδείχθηκαν ότι είναι ανάμεσα στα πιο δυναμικά στελέχη της ελληνικής ναυτιλίας. Τα τελευταία δύο χρόνια, και για πρώτη φορά στην ιστορία της, η Ένωση Ελλήνων Εφοπλιστών έχει για πρόεδρο τη Μελίνα Τραυλού, μια επιτυχημένη επιχειρηματία της θάλασσας που φέρει την παράδοση της ναυτιλίας της Κεφαλονιάς. Και βέβαια για πρώτη φορά στην ιστορία του ο ελληνικός εφοπλισμός έχει τα τελευταία χρόνια τρεις ισχυρές γυναίκες να ηγούνται σε τρεις από τους δέκα κορυφαίους ελληνικούς εφοπλιστικούς ομίλους, την Άννα Αγγελικούση, τη Μαρία Αγγελικούση και την Αγγελική Φράγκου, λαμπρά παραδείγματα της ναυτιλιακής παράδοσης της Χίου.
Ισχυρές γυναίκες εφοπλίστριες όμως υπήρξαν και πριν από τη δεκαετία του 1970, είτε όμως έχουν περάσει στη λήθη είτε δεν έχουν ανασυρθεί ποτέ από εκεί.
Η μεγάλη ναυτική παράδοση της (τόσο τουριστικής σήμερα) Σαντορίνης δεν αποτυπώνεται πουθενά τόσο έντονα όσο στην ιστορία της Καδιώς. Η Καδιώ, κόρη του καπετάν Γιώργη Νομικού, σύζυγος του καπετάν Γεωργίου Σιγάλα και μάνα γιων και γαμπρών καπεταναίων, είναι η ιστορία μιας εκπληκτικής γυναίκας και εφοπλίστριας που στη διάρκεια της οικογενειακής και επαγγελματικής ζωής της απέκτησε παιδιά και εγγόνια, αγόρασε ιστιοφόρα και βαπόρια, άνοιξε γραφεία στον Πειραιά, στην Αθήνα και αντιπροσωπευτικό γραφείο στο Λονδίνο.
Τα πρώτα 40 χρόνια της ζωής της η Καδιώ έζησε στην «Πάνω Μεριά», την Οία, της Σαντορίνης, όπου «ήκαμε» 14 γέννες και 14 αγοραπωλησίες ιστιοφόρων: «Κάθε αγορά και γέννα», γράφει. Και τις αγοραπωλησίες τις έκανε η ίδια, όχι ο άνδρας της: πάντοτε αναφέρεται στις «δουγειές μου», στα «βαπόργια μου» , τα οποία «ηγόρασα» και «ηπήρα». Τα πρώτα ιστιοφόρα αγόρασε με τις λίρες της προίκας της από τον πατέρα της, τον καπτα-Γιωργάκη Νομικό, τον οποίο «ο Θεός δεν τον ηξίωσε να κάμει γιο». Τη μετάβαση από του ιστίου εις τον ατμόν με τρία ατμόπλοια την έκανε κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, και στις αρχές του Μεσοπολέμου «οι δουγειές μου πήαιναν καλά. Ταξιδεύανε τα βαπόργια, είχα κάμει κι εγώ τσοι οικονομίες…».
Έτσι, το 1922 αποφασίζει, σε ηλικία 40 ετών, να αφήσει τη Σαντορίνη και να εγκατασταθεί σε δίπατο, Μπουμπουλίνας 56 στον Πειραιά, κάτω τα γραφεία, πάνω το σπίτι. Το σαντορινιό και οικογενειακό δίκτυο τη βοήθησε στα πρώτα βήματα. Ο πρώτος της ξάδελφος, Λουκάς Νομικός, «απ’ όλους μου τσοι συγγενείς το Λουκά αγαπούσα πιο πολύ, με βοήθησε όπου χρειαζούμουνα. Και μέσα στην Ένωση των Εφοπλιστώ με υποστήριξε και στις Τράπεζες». Η Καδιώ, λοιπόν, με την οικογένειά της άρχισε να προκόβει διαχειριζόμενη τέσσερα ατμόπλοια από τον Πειραιά, με τον άνδρα της και τους γιους της πάνω στα πλοία τους να ταξιδεύουν.
Όμως, μετά το 1922 και τους υψηλούς ναύλους που ακολούθησαν την πρώτη μεταπολεμική περίοδο, οι ναύλοι κατεβαίνουν σε καταστροφικά χαμηλά επίπεδα και η ναυτιλία βρίσκεται σε κρίση. Γυρίζουν ο άνδρας της και ο γιος της έπειτα από δύο χρόνια ταξίδια με σακιά με ρούβλια. «Ίντα να κάμω με τα ρούβλια; Πας τα ‘παίρνε κανένας; Με λίρες έπρεπε να τ’ αλλάξουνε». Κι έτσι έρχεται η καταστροφή. Ναυαγεί το ένα καράβι που μάλλον το είχε ανασφάλιστο, παθαίνουν αβαρίες και ζημιές τα άλλα, «κι απόμεινα στον Πειραιά, τέσσερα κορίτσια, Νομικός και Χρήστος χωρίς καμιά ελπίδα, χρεωμένη, κι ήρχα κι απόσωσα. Ήκλαια κρυφά να μη νιώσουν τα παιδιά μου, όλη τη νύχτα». Η σαντορινιά καταγωγή της τη σώζει: «Αναγκάζομαι και πηγαίνω στο διοικητή τση Τράπεζας της Ελλάδος, το Δ. Νομικό, και του
λέω την κατάστασή μου. Αυτός ο άνθρωπος με λυπήθηκε και μου δώνει την εγγύηση τση Τράπεζας και λίγα λεφτά. Τα στέλλω και ξεχρεώνω και λευτερώνεται το βαπόρι κι ήρχισα πάλι… αρχινήσαν τα ταξίδια με τη βοήθεια του Θεού μαζώχτηκαν τα λεφτά κι ‘πόφυγα την καταστροφή».
Από τη φουρτούνα στις ανοιχτές θάλασσες
Είναι περίπου το 1926 όταν οι ναύλοι ανεβαίνουν για λίγο διάστημα. Το 1928 παντρεύει την πρώτη της κόρη με τον πλοίαρχο καπτα-Σπύρο Αλαφούζο, του οποίου η οικογένεια είχε προκόψει στη Ρωσία. «Κάνω το Σπύρο γαμπρό και παίρνουμε μαζί το ατμόπλοιο “Πρωρεύς”». Η μεγάλη ναυτιλιακή κρίση του ’29, όμως, χτύπησε άγρια τις επιχειρήσεις της οικογένειας της Καδιώς. Το «Πρωρεύς» κατασχέθηκε από την Τράπεζα και «ήπηρα και γω την κάτω βόρτα, η μια πάνω στην άλλη οι συφορές… Οι Τράπεζες να με καλούνε τόκοι και ‘περημερίες… χάθηκαν όλα τα βαπόργια, τα χτήματα, τα σπίθια και μένω ξεκάρφωτη παντός. Είχε ‘πομείνει μόνο το “Άβυδος”…» . Και το 1931, η χειρότερη χρονιά της κρίσης, το «Άβυδος» ναυαγεί. Είναι ασφαλισμένο για 7.000 λίρες. Η οικογένεια και η επιχείρηση σώζονται. Οι ναύλοι και οι τιμές των πλοίων βρίσκονται στο ναδίρ. Πλοία που κόστιζαν 200.000 λίρες πωλούνται για 6.000 λίρες.
Η Καδιώ το 1933 αγοράζει το «Άγιος Γεώργιος», από το όνομα του πατέρα της. Είναι πλέον η αρχή της ευμάρειας και του πλούτου όχι μόνο της ίδιας, αλλά και της ελληνικής εμπορικής ναυτιλίας. Η ελληνική ναυτιλία τη δεκαετία του ’30, σε αντίθεση με όλη την υπόλοιπη ευρωπαϊκή ναυτιλία που συρρικνώνεται, αναπτύσσεται. Οι Βορειοευρωπαίοι εκποιούν πλοία που αγοράζουν οι Έλληνες. Τα ελληνικά βαπόρια φεύγουν από τις ρότες της Μεσογείου και βγαίνουν στον Ατλαντικό. Ναυτιλιακά γραφεία στο Λονδίνο ανοίγουν το ένα μετά το άλλο. Μετά το ’35 ανεβαίνουν κι οι ναύλοι, και η Καδιώ δεν προφταίνει να αγοράζει. Το 1935 το «Καδιώ», το 1936 το «Τέτη», το 1937 το «Πόπη», το 1938 το «Τασία» (τα πλοία της γένους θηλυκού και αυτά από τις κόρες της) και έναν ακόμη «Άη-Γιώργη», πάντα στη μνήμη του πατέρα της. Η Καδιώ Σιγάλα γίνεται πλέον πλούσια και περνάει ανάμεσα στα σημαντικά εφοπλιστικά ονόματα. Το Lloyd’s Register of Shipping αναφέρει στα βιβλία του Madamme K.G. Sigalas, Bouboulinas 56, Piraeus. Η οικογένεια δουλεύει συλλογικά, με πυρήνα τη μάνα.
Προσλαμβάνει διευθυντή στα γραφεία της, χτίζει άλλο σπίτι στον Πειραιά, «ξεκουβαλάει» στην Αθήνα το 1938 σε τρίπατο, μεγάλο σπίτι στην οδό Σίνα στην Ακαδημίας, αγοράζει κτήματα και σπίτια στο Τατόι και στον Πειραιά. Πάει και για πρώτη φορά στην Ακρόπολη. Ώσπου «κηρύχτη ο πόλεμος τση Ευρώπης». Η Καδιώ είναι 60 χρόνων. Τον πόλεμο τον πέρασε στην Κηφισιά που είχε και περιβόλι και καταφύγιο, ο ένας γιος στην Κρήτη, ο άλλος στην Αλεξάνδρεια, η Τασία εθελόντρια νοσοκόμα στον Ερυθρό Σταυρό. Κατά τη διάρκεια του πολέμου «εγώ είχα τα φορτηγά και δουλεύανε για τσοι Εγγλέζους και τα ποστάγια μου κάμανε τη συγκοινωνία μέσα στην Ελλάδα». Βυθίστηκαν 4 από τα 6 πλοία, τα είχε όμως ασφαλισμένα.
Η μεταπολεμική ναυτιλία καθορίστηκε από την αγορά των Λίμπερτυ από τους Έλληνες εφοπλιστές από τις ΗΠΑ. Ηγετική μορφή της ελληνικής ναυτιλίας και ιθύνων νους στην αγορά αυτή από την αμερικανική κυβέρνηση ο Μανώλης Κουλουκουντής, που από την αρχή του πολέμου βρίσκεται στη Νέα Υόρκη. Στον στενό ναυτιλιακό κύκλο του Πειραιά του Μεσοπολέμου, η Καδιώ γνωρίζει καλά τον Μανώλη Κουλουκουντή και όλους τους σημαίνοντες εφοπλιστές. Η μίμηση είναι ο χρυσός κανόνας της ελληνικής ναυτιλίας, και αυτό το γνωρίζει καλά. «Μούπαν πως θα παίρνανε ο Κουλουκουντής, κι ο Λαιμός κι ο Στρατής Ανδρεάδης κι άλλοι πολλοί που τους ήξερα… Ήκαμα τότες πληρεξούσιο τον γιο μου τον Αλέξαντρο να πάει στην Αμερική μαζί τους και να περιλάβει τα βαπόργια, το ένα το κάμαμε “Καδιώ”, τ’ άλλο “Σαντορίνη”».
Η Καδιώ αγοράζει κι άλλα βαπόρια που δουλεύουνε καλά. Η δεκαετία του ’50 είναι χρυσή εποχή για την ελληνική ναυτιλία. Η Καδιώ είναι πια 70 χρόνων και νέα όσο ποτέ. Το 1953 αγοράζει τριώροφο στην Πατριάρχου Ιωακείμ στο Κολωνάκι. «Ήκατσα στο δεύτερο πάτωμα, από κάτω η Τασία, από πάνω μου στο τρίτο ήρχε ο Αλέξαντρος. Ηταχτοποιήθηκα και ήκαμα τα σαλόνια γραφεία για να παρακολουθώ τσοι δουγειές μου μέσα από το σπίτι μου. [Κει] έρχουνταν και με βρίσκανε οι καπεταναίοι, τα πληρώματα όλοι τους και ημπανοβγαίνανε οι δικηγόροι, οι λογιστάδες, μέρα-νύχτα, κι ο υπουργός τση Ναυτιλίας και ναυάρχοι και κουβεδιάζαμε για υποθέσεις».
«Ηκάμανε δική τους γνώμη»
Το 1960 «ήπιασα από τον καημό πούχα να θωρεί η θάλασσα ένα σπίτι στη Γλυφάδα». Η Καδιώ είναι πλέον 80 ετών, βλέπει να χάνει τα ηνία και αποφασίζει να γράψει ημερολόγιο. «Ήφευγαν τα βαπόργια από τη διαχείρισή μου κι ηκάμανε οι γιοι μου τη δική τους γνώμη…». Δεν τους βλέπει να επενδύουν στη ναυτιλία και ανησυχεί. Και εκεί βγάζει τον καημό της και αποτυπώνει την πεποίθηση που στέριωσε και γιγάντωσε τη ναυτιλία των Ελλήνων: «Θα πεις έχω σπίθια, έχω χτήματα, οικόπεδα. Χώματα και πλίθες είναι αυτά, δεν είναι περιουσίες. Μονάχα ό,τι σου δίνει η θάλασσα, αυτό είναι, ό,τι κάμεις με τη θάλασσα».
Η Καδιώ έφυγε από τη ζωή το 1967. Η ιστορία της είναι η ιστορία περίπου 100 χρόνων της ανοδικής πορείας της ελληνικής εμπορικής ναυτιλίας, που από ιστιοφόρα 300.000 τόνων τη δεκαετία του 1880 που γεννήθηκε η Καδιώ, έφθασε να διαχειρίζεται στόλο πάνω από 20 εκατ. τόνους τη δεκαετία του 1960 που η Καδιώ πέθανε. Άφησε πίσω ένα χειρόγραφο ημερολόγιο, πάνω στο οποίο η εγγονή της, η συγγραφέας Καδιώ Κολύμβα, έγραψε μια έξοχη μυθιστορηματική βιογραφία στο βιβλίο «Η Πάνω Μεριά του κόσμου» (εκδόσεις Αρμός), από όπου και τα παραθέματα.
Πηγή: kathimerini.gr (έντυπη έκδοση), Λιμενικά Νέα